- ποιηβόρος
- ποιη-βόρος, ον, ([etym.] βορά)A grass-eating, Oenom. ap. Eus.PE5.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιηβόρος — ον, Α αυτός που τρώει γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
ποιηβόρους — ποιηβόρος grass eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηβορώ — έω, Μ [ποιηβόρος] τρώω γρασίδι … Dictionary of Greek